(φωτο αλεπουδα, τίτλος: εκατό-εξήντα-πέντε)
Βυθίζομαι στο πυθμένα και ανασύρω τις λέξεις. Η λάσπη πάντα κολλάει στα σύμφωνα. Τα φωνήεντα έχουν στρογγυλέψει στις άκρες και δεν κρατάνε τη λάσπη. Πεταλίδες κολλάνε στα γράμματα και σχηματίζουν δίφθογγα υπαρκτά και ανύπαρκτα. Δε μπορώ να σώσω όλες τις λέξεις, πολλές είναι ήδη νεκρές πριν φτάσω στην επιφάνεια. Τις απλώνω κάτω και δοκιμάζω τη γεύση τους. Είναι αλμυρή.
Παίρνω λέξεις και τις ενώνω με κλειστά τα μάτια, ακούγοντας μόνο τον ήχο τους. Ακουμπάω την Αγάπη πάνω στη λεπτή χορδή και παίρνω έναν ήχο σχεδόν ειρωνικό. Βάζω την Αγάπη στη μπάσα χορδή και παίρνω έναν ήχο δραματικό, σαν το φαρμάκι στα πόδια του Ρωμαίου.
Κρατάω το χέρι μου κοντά στα μάτια για να προστατευτώ από την αντηλιά και κοιτάω πέρα τη θάλασσα. Κοντά στα πόδια μου ο χρόνος έχει ξεβράσει πλαστικά μπουκάλια, κλαδιά και όλα τα σκουπίδια που άφησαν τα πλοία που πέρασαν. Σέρνω κορμούς και κλαδιά για να σχηματίσω λέξεις στην άμμο, που φαίνονται μόνο από ψηλά. Δε ξέρω αν τις βλέπει κανείς. Δε ξέρω γιατί το κάνω.
Γυρνάω πίσω με τις τσέπες γεμάτες άμμο και το πρόσωπο να καίει. Η τσάντα παρατημένη στην άκρη. Μέσα της ρούχα που κουβαλάνε μυρωδιές από νυχτερινές φωτιές στην παραλία και φως από τις Πλειάδες.
Ανάβω τσιγάρο και γεμίζω το δωμάτιο με λέξεις φτιαγμένες από καπνό. Ανάλαφρα ανεβαίνουν ως το ταβάνι και διαλύονται, γίνονται ένα θολό πικρό σύννεφο. Τα μάτια υγραίνονται και εγώ έχω το γλυκόπικρο μου άλλοθι να αιωρείται πάνω απ’ το κεφάλι μου.
Δε ζήτησα ποτέ έμπνευση από τη Μούσα. Γράφω γιατί δε μπορώ να κάνω αλλιώς. Σχηματίζω τις λέξεις μου πάνω στη σκόνη, πάνω στα βρώμικα αυτοκίνητα και πάνω στα βαριά έπιπλα των επίσημων ξεχασμένων σαλονιών. Αναμνήσεις από άχρηστα μπιμπελό στα παιδικά μου χέρια. Η αίσθηση των πραγμάτων που πάντα ήταν πολύ ψηλά για να τα φτάσεις. Σκαρφαλώνω, ακροπατώ και αυτοσχεδιάζω για να τα πιάσω.
Κρύβομαι στις γωνίες του σαλονιού και φτιάχνω ιστορίες. Παραδέρνομαι με τον καναπέ-σχεδία στο ανοιχτό πέλαγος του χαλιού. Μένω χωρίς φαί και νερό για μέρες. Που και πού καταφέρνω να ψαρέψω κάποιο ψάρι μέσα από το πολύπλοκο μοτίβο του χαλιού και το τρώω ωμό. Βλέπω στεριά, μα είναι παραίσθηση. Βλέπω εμπορικά πλοία αλλά ξεμακραίνουν χωρίς να με δουν. Κάθε φορά που φτάνω σε οριακό σημείο για την επιβίωση μου, ως δια μαγείας, βρίσκω ένα κασελάκι - απομεινάρι του ναυαγίου μου. Με κρατάει για λίγες μέρες κι ύστερα πάλι πείνα.
Η πόρτα του σαλονιού ανοίγει και η μαμά μου με φωνάζει για να φάω. Η σχεδία γίνεται καναπές, η θάλασσα χαλί και εγώ από ναυαγός πάλι παιδί του δημοτικού.
Και να ‘μαι τώρα από παιδί, πάλι ναυαγός.
Γιατί η ζωή είναι φτιαγμένη όπως η θάλασσα και από ξένοιαστο παραθεριστή σε κάνει ναυαγό μέσα σε μια στιγμή.
Τώρα δεν έχω χαλί αλλά η θάλασσα είναι τριγύρω μου και πάνω στον καναπέ-σχεδία κάθεται η γάτα μου. Κοιμάται ήσυχη αδιαφορώντας για τα άγνωστα πελάγη που μας κυκλώνουν. Το πιο περίεργο και ωραίο πράγμα είναι πως τελικά μέσα στα μεγάλα κύματα με βρήκε και με διέσωσε ο μικρός ναυαγός. Με ανέβασε στη σχεδία, βουτήξαμε και από το νερό τη γάτα και τώρα ταξιδεύουμε οι τρεις μας. Μου έδειξε να προστατεύομαι από τον ήλιο, να ψαρεύω σα να ‘τανε παιχνίδι και να τραγουδάω πάλι ξένοιαστα. Το βράδυ του διαβάζω ιστορίες και μετά κοιτάμε τα αστέρια μέχρι να μας πάρει ο ύπνος.
Παίρνω λέξεις και τις ενώνω με κλειστά τα μάτια, ακούγοντας μόνο τον ήχο τους. Ακουμπάω την Αγάπη πάνω στη λεπτή χορδή και παίρνω έναν ήχο σχεδόν ειρωνικό. Βάζω την Αγάπη στη μπάσα χορδή και παίρνω έναν ήχο δραματικό, σαν το φαρμάκι στα πόδια του Ρωμαίου.
Κρατάω το χέρι μου κοντά στα μάτια για να προστατευτώ από την αντηλιά και κοιτάω πέρα τη θάλασσα. Κοντά στα πόδια μου ο χρόνος έχει ξεβράσει πλαστικά μπουκάλια, κλαδιά και όλα τα σκουπίδια που άφησαν τα πλοία που πέρασαν. Σέρνω κορμούς και κλαδιά για να σχηματίσω λέξεις στην άμμο, που φαίνονται μόνο από ψηλά. Δε ξέρω αν τις βλέπει κανείς. Δε ξέρω γιατί το κάνω.
Γυρνάω πίσω με τις τσέπες γεμάτες άμμο και το πρόσωπο να καίει. Η τσάντα παρατημένη στην άκρη. Μέσα της ρούχα που κουβαλάνε μυρωδιές από νυχτερινές φωτιές στην παραλία και φως από τις Πλειάδες.
Ανάβω τσιγάρο και γεμίζω το δωμάτιο με λέξεις φτιαγμένες από καπνό. Ανάλαφρα ανεβαίνουν ως το ταβάνι και διαλύονται, γίνονται ένα θολό πικρό σύννεφο. Τα μάτια υγραίνονται και εγώ έχω το γλυκόπικρο μου άλλοθι να αιωρείται πάνω απ’ το κεφάλι μου.
Δε ζήτησα ποτέ έμπνευση από τη Μούσα. Γράφω γιατί δε μπορώ να κάνω αλλιώς. Σχηματίζω τις λέξεις μου πάνω στη σκόνη, πάνω στα βρώμικα αυτοκίνητα και πάνω στα βαριά έπιπλα των επίσημων ξεχασμένων σαλονιών. Αναμνήσεις από άχρηστα μπιμπελό στα παιδικά μου χέρια. Η αίσθηση των πραγμάτων που πάντα ήταν πολύ ψηλά για να τα φτάσεις. Σκαρφαλώνω, ακροπατώ και αυτοσχεδιάζω για να τα πιάσω.
Κρύβομαι στις γωνίες του σαλονιού και φτιάχνω ιστορίες. Παραδέρνομαι με τον καναπέ-σχεδία στο ανοιχτό πέλαγος του χαλιού. Μένω χωρίς φαί και νερό για μέρες. Που και πού καταφέρνω να ψαρέψω κάποιο ψάρι μέσα από το πολύπλοκο μοτίβο του χαλιού και το τρώω ωμό. Βλέπω στεριά, μα είναι παραίσθηση. Βλέπω εμπορικά πλοία αλλά ξεμακραίνουν χωρίς να με δουν. Κάθε φορά που φτάνω σε οριακό σημείο για την επιβίωση μου, ως δια μαγείας, βρίσκω ένα κασελάκι - απομεινάρι του ναυαγίου μου. Με κρατάει για λίγες μέρες κι ύστερα πάλι πείνα.
Η πόρτα του σαλονιού ανοίγει και η μαμά μου με φωνάζει για να φάω. Η σχεδία γίνεται καναπές, η θάλασσα χαλί και εγώ από ναυαγός πάλι παιδί του δημοτικού.
Και να ‘μαι τώρα από παιδί, πάλι ναυαγός.
Γιατί η ζωή είναι φτιαγμένη όπως η θάλασσα και από ξένοιαστο παραθεριστή σε κάνει ναυαγό μέσα σε μια στιγμή.
Τώρα δεν έχω χαλί αλλά η θάλασσα είναι τριγύρω μου και πάνω στον καναπέ-σχεδία κάθεται η γάτα μου. Κοιμάται ήσυχη αδιαφορώντας για τα άγνωστα πελάγη που μας κυκλώνουν. Το πιο περίεργο και ωραίο πράγμα είναι πως τελικά μέσα στα μεγάλα κύματα με βρήκε και με διέσωσε ο μικρός ναυαγός. Με ανέβασε στη σχεδία, βουτήξαμε και από το νερό τη γάτα και τώρα ταξιδεύουμε οι τρεις μας. Μου έδειξε να προστατεύομαι από τον ήλιο, να ψαρεύω σα να ‘τανε παιχνίδι και να τραγουδάω πάλι ξένοιαστα. Το βράδυ του διαβάζω ιστορίες και μετά κοιτάμε τα αστέρια μέχρι να μας πάρει ο ύπνος.
2 σχόλια:
...αν ηταν σε χαρτι και οχι σε οθονη, θα ηταν χιλιοφαγωμενο απ' την αρμυρα.
Σιγουρα καποτε βρεγμενο και ,
τωρα που στεγνωσε με σημαδια απο τα θαλασσια βλεμματα της μοναξιας
και της ποιητικης των πολεων.
ΑΝΝΑ Η ΓΡΑΦΗ ΟΡΙΖΕΤΑΙ ΠΑΝΩ ΣΟΥ.
ΣΥΝΕΧΙΣΕ.
Aaaa!... Oxi mono anevases to agapimeno mou keimeno sou, alla to stolises kai me auti ti photo..!
To keimeno auto xrisimopoiei tis lekseis san notes, san pinelies. Dimiourgei eikones pou sximatopoioun toso omorfa auto to eswteriko taksidi...
PS: Kala pou traviksate kai ti Leeloo apo to nero! Fantazomai poso tha tis arese ekei mesa..! Apo tote einai olo ki-ki-ki?! :P
Δημοσίευση σχολίου