Πριν καμια 13-14 χρόνια, λίγο μετά το λύκειο, γνώρισα την Α. που ήταν γειτόνισσα μιας φίλης μου. Η Α. είχε πολύ γλυκιά φωνή, είχε το στυλ ντυσίματος γραμματέα μεγαλοστελέχους. Κατω από βαρύ μεηκάπ έκρυβε το γκρι που φαίνεται στα ξυρισμένα πρόσωπα. Μου πήρε πολύ λίγο να καταλάβω ότι είχα απέναντι μου ένα αγόρι που ντύνονταν γυναίκα. Οι κάπως έντονες γωνίες στο πρόσωπο και το μήλο του αδάμ – η μεγαλύτερη απόδειξη – την πρόδιδαν. Όχι βέβαια ότι είχε κανένα σκοπό να μου κρυφτεί. Κάναμε παρέα για κανένα εξάμηνο, ύστερα χάθηκε έτσι ξαφνικά, από μια χαζοπαρεξήγηση μέσα στην παρέα. Ούτε που θυμάμαι γιατί, ούτε που έχει σημασία. Την έβλεπα κυρίως τα απογεύματα, 3-4 φορές την εβδομάδα, όταν πήγαινα για καφέ στο σπίτι αυτής της φίλης. Εκείνη την περίοδο έμαθα πολλά για τους ανθρώπους και για μένα την ίδια.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά το πώς ένιωσα όταν μου είπε ότι κάνει πεζοδρόμιο. Πάντα νομίζουμε ότι είμαστε πολύ πιο ανοιχτόμυαλοι από αυτό που είμαστε στην πραγματικότητα. Πιστεύουμε ότι δεν έχουμε κόμπλεξ και προκαταλήψεις και ότι είμαστε δίκαιοι απέναντι στους ανθρώπους. Ειδικά όταν είσαι μικρός νομίζεις δεν είσαι πουριτανός, αλλα ενας πολύ κουλ και προχωρημένος επαναστάτης. Μαλακίες. Η κοινωνία, οι γονείς σου, οι φίλοι, σου έχουν αφήσει στρώσεις ολόκληρες από τον σοβά της ηθικής, των αρχών και αξιών τους. Σε ορίζει ένας κώδικας σωστού-λάθους, δίκαιου-άδικου, ηθικού-ανήθικου που δεν είναι δικός σου.
Όταν η Α. μου είπε ότι κάνει πιάτσα, ένιωσα σαν να είχα κάτι βρόμικο κοντά μου. Κάτι που δεν σε λερώνει αλλά το σκέφτεσαι συνέχεια. Σαν να σε έχουν καλέσει σε τραπέζι και να ανακαλύπτεις ότι πάνω από την τραπεζαρία υπάρχει ένας πίνακας με σκατά, που δεν μυρίζει αλλά τον έχεις συνέχεια στο πίσω μέρος του μυαλού σου και σε χαλάει. Ταυτόχρονα κατάλαβα ότι αυτό που ένιωθα ήταν ανόητο και εντελώς ανάξιο του ανοιχτόμυαλου εαυτού μου (νόμιζα τότε). Θέλησα να μάθω περισσότερα, να καταλάβω και να καταλήξω στη δική μου άποψη για την Α. και όχι σε ένα γρήγορο καταδικαστικό συμπέρασμα.
Η Α. είχε ένα πολύ αλέγκρο χαρακτήρα, ήταν πολύ καλή στις διηγήσεις και συχνά την βάζαμε να κάνει τηλεφωνικές φάρσες. Μπορούσε να κάνει τέλεια την μίμηση της Βουγιουκλάκη από την ταινία στην οποία παίρνει τηλέφωνο στον μπακάλη και του ζητάει «Ζαμπόν, πολύ ζαμπόν, κυρ-Θόδωρε, βαλε και δυο πλάκες σοκολάτα, κάντες πέντε τις πλάκες κυρ-Θόδωρε». Ήταν τόσο καλή και μπορούσε να αυτοσχεδιάσει τόσο καλά, που το «θύμα» της φάρσας έμπαινε κι αυτός στο παιχνίδι και γελάγαμε όλοι μαζί. Πολλοί νομίζανε ότι κάποιος τους έβαλε να ακούσουν την ταινία από το τηλέφωνο. Αν κάποια μέρα σας πήρε τηλέφωνο η Βουγιουκλάκη, μάλλον ήμασταν εμείς.
Παράλληλα με το διασκεδαστικό κομμάτι του χαρακτήρα της, υπήρχε και το πιο σοβαρό. Ήταν τύπος με τον οποίον θα μπορούσες να κάνεις άνετα μια σοβαρή συζήτηση για βιβλία, για τους ανθρώπους, για τα πάντα. Στα αρνητικά μπορώ να θυμηθώ τον ευμετάβλητο ψυχισμό της, κυρίως συναισθηματικά. Αυτό όμως είχε μάλλον την πιο απλή εξήγηση και δεν είχε σχέση με τον αληθινό της χαρακτήρα. Οι ορμόνες που έπαιρνε, είναι τόσο ισχυρές που μπορούν να κάνουν έναν άντρα να βγάλει στήθος και να αποκτήσει την αψυχολόγητη συμπεριφορά μιας εγκύου. Απότομα νεύρα, ξαφνικά κλάματα και διάφορα άλλα που σε κρατούσαν σε εγρήγορση. Την ένεση των Αντροκιουρ την έκανε σε ένα φαρμακείο που εξυπηρετούσε κι άλλες τρανς, κάτω στο κέντρο. Είχα βρεθεί κι εγώ κάποια φορά εκεί. Μια άλλη τρανς που περίμενε την σειρά της με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και μού είπε: «Καλέ εσύ είσαι πολύ πετυχημένη». Δεν ήξερα αν έπρεπε να προσβληθώ και έτσι γέλασα και της εξήγησα ότι εγώ είμαι έτσι εκ γενετής. Γενικά εκεί γύρω στα 20 μου η ζωή μου είχε μια κινηματογραφική συγγένεια με τις ταινίες του Αλμοδοβαρ. Πράγμα που μπορώ να πω ότι το απολάμβανα.
Φυσικά η πρώτη ερώτηση που έκανα στην Α. όταν έμαθα για το επάγγελμα της, ήταν γιατί δεν κάνει κάτι άλλο για να ζήσει. Αυτή η απορία παρόλο που είναι εύλογη είναι και κάπως αφελής, αυτό το καταλαβαίνεις στην συνέχεια. Σε αυτό το σημείο θα κάνω μια παρένθεση για να εξηγήσω, στους λιγότερο εξοικειωμένους με το θέμα – κάποτε ήμουν έτσι κι εγώ – την διαφορά της ομοφυλοφιλίας με τον τρανσεξουαλισμό. Υπάρχει η άποψη ότι τρανς είναι ο υπερθετικός της κραγμένης αδελφής. Στην πραγματικότητα ενα γκεη αγορι και μια τρανς ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες. Οι τρανς μέχρι να κάνουν την εξωτερική τους μεταμόρφωση συνήθως περνάνε την γκέη φάση τους, αλλα σύντομα ανακαλύπτουν ότι έχουν πρόβλημα με τον ίδιο τους τον εαυτό, ως άντρες. Ο γκεη είναι αγόρι που πάει με αγόρια, ενώ η τρανς αισθάνεται σαν γυναίκα εγκλωβισμένη στο σωμα ενός αγοριού (μια γυναίκα που της αρέσουν οι άντρες). Αισθάνεται ο εαυτός της μόνο όταν κυκλοφορεί με γυναικεία ρούχα και καταπιέζεται στην αντρική της μορφή όπως θα καταπιεζόταν ενας στρεητ υδραυλικός που θα τον υποχρέωνε η κοινωνία να φοράει γόβες. Το ιδανικό για τις περισσότερες είναι να κάνουν την πλήρη μεταμόρφωση με εγχείρηση διόρθωσης φύλου, αλλά αυτό είναι κάτι που σπανια το κάνουν για λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια.
Όταν ο μόνος τρόπος για να αισθανθείς ελεύθερος είναι να κυκλοφορείς σαν γυναίκα έχεις ένα πρόβλημα στο θέμα εργασίας, όπως μου εξήγησε η Α. Δεν υπάρχουν στ’ αλήθεια πολλές δουλειές στις οποίες δεν θα σου ζητήσουν ταυτότητα έτσι ώστε να μην αποκαλυφθεί το μυστικό σου. Από την άλλη δεν υπάρχουν πολλοί εργοδότες «τίμιων» δουλειών που θα δέχονταν μια τρανς στο γραφείο, μαγαζί κτλ. γιατί… «τι θα πουν οι πελάτες… τι θα πουν οι άλλοι εργαζόμενοι…». Ακόμα και σε κομμωτήριο να ζητήσεις να πας για να σκουπίζεις τρίχες, το πιθανότερο είναι να φας πόρτα. Μια από τις δουλειές που έκανε – και δεν χρειαζόταν ταυτότητα – ήταν λουλουδού. Έτρεχε στα σκυλάδικα της εθνικής, έδινε τα λουλούδια στους μεθυσμένους μεγαλέμπορους αλλά δεν άντεξε πάνω από χρόνο. Δεν είναι εξάλλου και επάγγελμα για να κάνεις καριέρα. Νομίζω δοκίμασε και κανα δυο-τρεις ακόμα διεξόδους ώσπου κατέληξε όπως η συντριπτική πλειοψηφία των τρανς στο πεζοδρόμιο.
Στην αρχή όλες ξεκινάνε με την προοπτική να κάτσουν μέχρι να μαζέψουν τα λεφτά για την εγχείρηση και ύστερα να αλλάξουν όνομα, πόλη και να βρουν έναν άντρα να της αγαπήσει και να παντρευτούν. Κλασικά γυναικεία όνειρα, μικροαστικά θα έλεγε κανείς.
Κάθε βράδυ μετα τον απογευματινό καφε και την κουβεντούλα, έφευγε να πάει στο σπίτι της, να ετοιμαστεί και να βγει το βράδυ, πίσω από τα δικαστήρια, στο δρόμο για το Μυλο. Κάθε φορά που έφευγε, παρ’όλες τις πλακίτσες και τις ανάλαφρες κουβέντες, εμένα με έπιανε ένα σφίξιμο να την σκέφτομαι να κάθεται στον δρόμο και να περιμένει πελάτες. Το επάγγελμα ήταν αρκετά επικίνδυνο. Κυκλοφορούσαν πολλοί μαλάκες. Εκείνο το χρόνο, λίγο παρακάτω από το στέκι της Α. είχαν μαχαιρώσει ένα γκέη αγόρι, λίγο μικρότερο μου. Ήθελε να μαζέψει λεφτά για να φύγει από το σπίτι του και να πάει στην Αθήνα, να ζήσει μόνος του και το είχε ρίξει περιστασιακά στην πορνεία. Δυο τύποι του την πέσανε έτσι για πλάκα. Του ρίξανε τρεις μαχαιριές. Πάμε να σφάξουμε την αδελφή. Σε τέτοια φάση. Χωρίς αφορμή. Κυνήγι μαγισσών κανονικά. Εννοείται ότι δεν τους πιάσανε ποτέ. Μπήκε στην εντατική το αγόρι για πολλές μέρες. Σώθηκε τελικά. Τον χαιρέτησα όταν τον ξαναείδα. Δεν τον ήξερα καλά. Ήταν από αυτούς γνωστούς που πετυχαίνεις συνέχεια και τους χαιρετάς αλλά δεν θυμάσαι ποτέ το όνομα τους. Θυμάμαι ακόμα το πρόσωπο του όμορφο και χλωμό, με ήρεμο απόμακρο βλέμμα. Πρόσωπο που λες πως έχουν οι ποιητές κι όχι οι πόρνες. Και τι σημασία έχει θα μου πεις… ποια είμαι εγω να κρίνω τι πρόσωπο και τι ψυχή έχει μια πόρνη ή ένας ποιητής? Είχα αρχίζει να βγάζω αυτό τον ξένο ηθικοπλαστικό σοβά από πάνω μου και να αμφισβητώ τα πάντα και να χτίζω την δικιά μου γνώμη για τη ζωή και τους ανθρώπους. Είχα πολύ δρόμο μπροστά μου κι εχω ακόμα άλλο τόσο να κάνω.
Η Α. και οι άλλες σύντομα καταλάβαιναν ότι δεν υπάρχει κάτι μονιμότερο του προσωρινού και τα δυο χρόνια στο δρόμο γινόταν πέντε και σιγά-σιγά το όνειρο μιας κανονικής ζωής εξανεμίζονταν. Ενας από τους κυριότερους λόγους ήταν ότι καλομάθαιναν στο χρήμα που κέρδιζαν από το πεζοδρόμιο. Με πέντε ώρες κάθε βράδυ έβγαζαν όσα δεν θα βγάζανε μέσα σε μια εβδομάδα με μια από τις κανονικές – κακοπληρωμένες - δουλειές. Από την άλλη η συντήρηση του γυναικείου σώματος ήταν ένα ακριβό άθλημα. Τα ρούχα, οι τόνοι των καλλυντικών για να κρύψουν τις ατέλειες και τα ραντεβού για ριζικές αποτριχώσεις σε όλο το σώμα κόστιζαν πολύ ακριβά. Με μια απλή δουλειά γραφείου θα ήταν πολύ δύσκολο να μπορέσουν να διατηρήσουν την εμφάνιση τους σε καλά επίπεδα. Και σας μιλάω τώρα για τις περιπτώσεις των τρανς που ήταν τυχερές και δεν είχαν τρομερά αντρικό σωματότυπο και χαρακτηριστικά.
Ένας ακόμα λόγος που δεν επιθυμούν να το κόψουν (το πουλι τους) είναι γιατί αυτό είναι που τους φέρνει τα λεφτά. Ένα από τα πιο αποκαλυπτικά πράγματα που έμαθα πάνω στις σεξουαλικές συναλλαγές των τρανς με τους πελάτες είναι το εξής: To 90% αντρών που πάνε με τρανς, δεν είναι ενεργητικοί. Δηλαδή – για να το πω πιο επιστημονικά – τον παίρνουν. Αν έχετε κανένα φίλο που σας λέει συνέχεια για τραβελότσαρκες και άλλες τέτοιες αηδιαστικές μάτσο μαλακίες, και όντως πηγαίνει με τρανς να ξέρετε ότι πιθανότατα στήνεται για να τον πάρει μια ψηλή «γραμματέας» με έντονη τριχοφυΐα. Το μόνιμο παράπονο της Α. και των άλλων ήταν αυτό. «Είμαι στην τρίχα, έχω κάνει τα πάντα, έχω γίνει τέλεια γκομενάρα και έρχεται, ρε γαμώτο, ενας παίδαρος μέχρι εκει πάνω και μου ζητάει να τον πηδήξω!». Η πλήρης απογοήτευση, καθώς όπως σας είπα και πριν οι τρανς δεν έχουν ιδιαίτερα γκέη τάσεις. Χάνοντας το πουλί τους, οι τρανς, χάνουν τους περισσότερους πελάτες και εκτός αυτού πρέπει να σας πω πως αλλάζουν και ταρίφα. Οι γυναίκες πόρνες παίρνουν το ¼ της τιμής που χτυπάει μια τρανς στα ίδια κόλπα. Ακόμα και εδώ λοιπόν μια γυναίκα πληρώνεται λιγότερο από έναν άντρα για την ιδια δουλειά, θα παρατηρήσει κάποιος.
Πολλές τρανς βλέποντας τα χρόνια να περνούν προτιμούν να μαζέψουν λεφτά για την «σύνταξη» τους, παρά να ριψοκινδυνέψουν να τα χάσουν όλα, να ξεκινήσουν από την αρχή και στο τέλος να καταλήξουν απλές πόρνες και να παίρνουν ψίχουλα.
Η Α. δεν ξέρω τι έκανε τελικά στη ζωή της. Αν βρίσκεται κάπου και είναι καλά, αν η ταυτότητα της έχει γυναικείο ή αντρικό όνομα.
Δεν θα ξεχάσω όμως μια ιστορία που μου είχε πει με έναν πελάτη της. Ήταν λέει ενας 45αρής που ειχε για ψιλομόνιμο πελάτη. Μια βραδιά δεν ήρθε μόνος. Έσκυψε η Α, στο παράθυρο του αυτοκινήτου και τι να δει! Ένα αγορι γυρω στα 13-14.
-Τι είναι αυτό! Ρωτάει εκπληκτη η Α.
-Ο γιός μου
-και τι τον εφερες εδώ?
-Τον έφερα για να πάει μαζί σου
Η Α. γούρλωσε τα μάτια και του απάντησε σε έντονο ύφος.
-Πάρε αυτό το παιδί και πήγαινε το για ύπνο. Αν θέλεις ξαναέλα μόνος σου. Εγώ τέτοια δεν κάνω. Σήκω και φύγε, τι κάθεσαι και με κοιτας?
Μου έλεγε αυτή την ιστορία και έβλεπα πάλι στα μάτια της την αγανάκτηση. «Κοίτα πατέρας που έτυχε σε αυτό το παιδί. Να μου φέρει εκείνο το μωρό. Να κάνω τι? Να κάνω τι με το μωρό!?»
Εκείνη την μέρα κατάλαβα πολύ καλά ποιος είναι ηθικά μεμπτός σε αυτή τη ζωή. Όχι η πόρνη, αλλά ο πελάτης. Όχι όλοι αυτοί τους οποίους εύκολα κατακρίνουμε, αλλά εμείς. Εμείς οι καθωσπρέπει. Όλοι αυτοί με μια στρωμένη ζωή, με μια στρωμένη δουλειά που εύκολα κατηγορούν τους άλλους… τους άλλους που γνωρίζουν καλά τα βρόμικα μυστικά των «ηθικών» και «τίμιων» ανθρώπων.