Ο πρώτος της δυάδας είναι ένας κόκκινος μακρύτριχος αλητάμπουρας και ο άλλος είναι ένας στραβοπόδης σκατόφατσας που κρατάει απο μπουλντόγκ. Την στήνουν εκεί που αρχίζει η άσφαλτος και με ύφος goodfellas εποπτεύουνε σαν αρχιμαφιόζοι τη λεωφόρο.
Μιά μέρα είδα τον σκατόφατσα να σταματάει ολόκληρη Πατησίων πάνω σε κεντρική διασταύρωση. Κοίταξα καλύτερα και κατάλαβα το γιατί. Δίπλα του περπάταγε κουτσαίνοντας ο αλητάμπουρας και αυτός του έδινε το χρόνο για να περάσει το δρόμο. Ο σκατόφατσας γαύγιζε στα αμάξια που κορνάρανε και κοιτούσε με ένα ύφος, σαν να έλεγε: «Τι θες ρε? Τι θες? Τραβάς κανα ζόρι?»
Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να φτιάξει λίγο το πόδι του και όλο αυτό το διάστημα ο σκατόφατσας πρόσεχε τον φίλο του πολύ. Σταματήσανε τα πολλά πέρα-δώθε και την βγάζανε στο βενζινάδικο. Καθόντουσαν δίπλα-δίπλα ρίχναν πλάγιες ματιές μπας και πετύχουν κανένα να τους στραβοκοιτάζει. Όταν θέλανε να παίξουν τσαμπουκά με κανέναν που τους μύριζε περίεργα, σηκωνόντουσαν και βάζαν μπρος το γαύγισμα. Ο αλητάμπουρας όμως κούτσαινε, δεν μπορούσε να ακολουθήσει και ξέμενε πίσω. Ο σκατόφατσας έριχνε μιά ματιά πίσω στο φίλο του, έριχνε και ένα τελευταίο γαύγισμα στον «εισβολέα» και επέστρεφε για να κάνει παρέα στον αλητάμπουρα.
Ηρθε ο χειμώνας και οι υπάλληλοι φορέσανε τα φουσκωτά μπουφάν της εταιρίας και βγαίναν έξω μόνο όταν έβλεπαν πελάτη. Οι σκύλοι μαζεύτηκαν λιγάκι και ψάχναν να βολευτούν στα πιό απάνεμα σημεία του βενζινάδικου. Μερικές βραδιές το κρύο ήταν πολύ χοντρό και καθως περνούσα βιαστικά, χωμένη στο μπουφάν και το κασκώλ μου, τους έβλεπα δίπλα-δίπλα να ξυλιάζουν. Μια τέτοια κρύα βραδιά είδα περνώντας οτι κάποιος απο το μαγαζί είχε φτιάξει πρόχειρα ένα μικρό σκυλόσπιτο. Ηταν φτιαγμένο απο χαρτόκουτο και για σκεπή είχε μιά μεταλλική πινακίδα που έγραφε “No Parking”. Μέσα στο No Parking - σκυλόσπιτο καθόταν ο κουτσός αλητάμπουρας. Ήταν όμως τόσο μικρό που έμοιαζε σαν να το φοράει. Ο φίλος του ο σκατόφατσας καθόταν εκει δίπλα και κάποιος του είχε φορέσει στους ώμους, σαν μπέρτα, ένα πατάκι αυτοκινήτου.
Την βγάλανε καθαρή κι εκείνον τον χειμώνα. Ήρθε η άνοιξη, το καλοκαίρι, το χλιαρό φθινόπωρο και πάλι ο χειμώνας. Ποτέ δεν τους είδα χώρια.
Τελευταία περνάω και βλέπω τον αλητάμπουρα μόνο του. Την ημέρα κάθεται μελαγχολικός και τα βράδια γαυγίζει στα αμάξια και πότε-πότε σε μένα που τον ρωτάω που είναι ο φίλος του.
6 σχόλια:
μου ήρθε να μπήξω τα κλαματα, αλεπούδα. Είδες τα ζωάκια?
:/
Έλα ρε. Μου θύμισες το Φίκο και τον Κρότωνα, δύο κολλητάρια που ζούσαν στην ανθαγορά στον Προμπονά. Αχώριστοι.
Όταν πέθανε ο Φίκος, ο Κρότωνας έγινε πολύ αντικοινωνικός. Δεν έκανε επίθεση, απλά δεν άφηνε κανέναν άσχετο να τον πλησιάζει...
Ευτυχώς τους ήξερα από μικρή κι έτσι σε μένα (και σε κάποιους άλλους, βέβαια) δεν αγρίευε.
Αντίθετα συνέχιζε να με συνοδεύει μέχρι το σπίτι όταν γύριζα από το σχολείο -πάντα από μια μικρή απόσταση, να μη μου δίνει και πολλά θάρηττα- και να γαυγίζει σε όσους μας πλησίαζαν. ;)
Από παιχνιδιάρης και φαρσαδόρος όμως, είχε γίνει πολύ καχύποπτος και κακόκεφος.
ΥΓ: η μαμά μου πάντα, από το δημοτικό, άφηνε τα σκυλιά της γειτονιάς να με γυρίζουν σπίτι απ’ το σχολείο, μέσα στην ερημιά που ήταν τότε η περιοχή…
Καλά, το τέλειο για ένα παιδί (και όχι μόνο)! Δεν είχα και μπούρου-μπούρου της μαμάς στο δρόμο. :)
Όπως λένε και οι Cocorosie...
I always knew I would spend a lot of time alone
No one would understand me
Maybe I should go and live amongst the animals
Spend all my time amongst the animals
And on the tracks I would go they lead to the sea
To be amongst the animals
ah, anna. q bonito¡¡¡
Love story! Πόσα μας φανερώνουν τα ζώα για τη ζωή μας και την καρδιά μας, είναι τόσο περίεργο.
Δημοσίευση σχολίου