Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

Αστείο πλάσμα ο άνθρωπος (διήγημα)


Ο κόσμος περνάει και τυλίγεται στα παλτά του. Κοιτάζει ανήσυχα με την άκρη των ματιών του προς το σκοτάδι εδώ που στέκομαι και κάτι μουρμουρίζει για την υγρασία. Τα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια δεν σταματούν ποτέ, ούτε οι άνθρωποι. Σαν να μην θέλει κανένας να βρίσκεται εκει που βρίσκεται και όλοι τρέχουν γιατί θέλουν να πάνε αλλού. Όταν κάτι τους διακόψει απο αυτή την αέναη προσπάθεια, κορνάρουν, βρίζουν.
Το εδώ κανείς δεν το θέλει. Δεν ήταν πάντα έτσι.
Θυμάμαι παλιά τους ανθρώπους να ερχονται από μακριά για να ξαπλώσουν στο γρασίδι, να αγκαλιάσουν ο ένας τον άλλον και να φιληθούν. Ύστερα ήρθαν εργάτες και φέρανε με τα άλογα και τις άμαξες τους υλικά. Έκοψαν και πολλά δέντρα τριγύρω. Εγώ τότε ήμουν μικρό, γι΄ αυτο τη γλίτωσα. Ο Γερμανός αρχιτέκτονας φώναζε και έτρεχε πάνω-κάτω κρατώντας μεγάλα ρολά απο χαρτί. Ανοιξαν ενα μεγάλο ξέφωτο και έκτισαν αυτο το σπίτι που βλέπετε - που σπανίως προσέχετε – και που καποτε ήταν ζωντανό, όσο ζωντανό μπορεί να είναι ένα σπίτι.
Τα βράδια αναβανε τις λάμπες λαδιού και απο το σκοτάδι ξεπρόβαλλαν σαν φωτεινά τετράγωνα τα παράθυρα του. Το βράδυ, τότε μάλιστα, τότε ήταν όμορφο. Την ημέρα, κάθε φορά που το έβλεπα ξαφνιαζόμουν. Έπειτα με τα χρόνια το συνήθισα. Εξάλλου άρχισαν να γίνονται πιο παράξενα πράγματα τριγύρω μου. Μια μέρα φέρανε και φύτεψαν φοίνικες γύρω απο το σπίτι. Περίεργα δέντρα, εξωτικά. Δεν τα είχα ξαναδεί ποτέ μου. Τα είχαν φέρει απο μακριά. Δεν μιλάγανε καθόλου. Πολύ ακατάδεχτα. Μίλησαν μόνο μια φορά, αλλά αυτό έγινε πολύ αργότερα.
Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού ήταν πολύ πλούσιος. Αυτό δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνει, σε μας τα δέντρα δεν σημαίνει κάτι αυτή η λέξη. Πλούσιο φύλλωμα λένε, μα για αυτόν δεν ίσχυε, γιατί πάνω του δεν φύτρωνε τίποτα. Λίγες τρίχες στο κεφάλι του μόνο αλλά κι αυτές έπεφταν με γοργό ρυθμό. Είχε και υπηρέτες, καμία δεκαριά - σαν κι αυτόν άνθρωποι με δυο ποδάρια και δυο χέρια - που έτρεχαν κάθε φορά που τους φώναζε. Οι υπηρέτες φτιάξαν τα σπίτια τους εδω πίσω. Να, εκεί που έχει σταματήσει το ταξί. Αρκετά κοντά για να τον υπηρετούν και αρκετά μακριά για να μην βλέπει τα χαμόσπιτα τους. Τα χαμόσπιτα πληθύνανε, έφεραν τις οικογένειες τους, φτιάξαν κι άλλα δωμάτια και ο χώρος ανάμεσα τους έγινε καλντερίμι.
Εκείνη την εποχή στο σπίτι κάθε βράδυ είχανε γιορτή. Βεγγέρες τα λέγαν τότε. Μια βραδιά ένας μεσήλικας με ρεντικότα και μουστάκι ξεμονάχιασε την μεγάλη κόρη του ιδιοκτήτη εδω κοντά μου. Είχα ψηλώσει κάπως τότε. Αφού κατάφερα να επιζήσω απο την επιδρομή των ελαφιών του Οθωνα οταν ήμουν μικρό, τίποτα πια δεν μπορούσε να με βλάψει. Ο Οθωνας είχε φέρει ελάφια στο κτήμα του στη Πάρνηθα για να έχει να κυνηγάει. Έφερε κάμποσα και ο πληθυσμός τους αυξήθηκε με τα χρόνια, μερικά απο εκείνα κατέβηκαν απο πάνω και έφτασαν μέχρι το δικό μου δάσος. Μασούλισαν πολλά απο τα φύλλα μου, που ήταν χαμηλά, και άρχισαν να τρώνε και τον τρυφερό, τότε, φλοιό μου. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού τα είδε και έστειλε έναν δικό του άνθρωπο, πάνω στον βασιλιά. Έπρεπε να πάρει ειδική άδεια, μιας που τα ελάφια ήταν βασιλική περιουσία. Μόλις γύρισε ο υπηρέτης με την άδεια, βγήκε ο ιδιοκτήτης με δυο φίλους του και τα σκότωσε με ενα καρυοφύλλι ιταλικό. Την βασιλική περιουσία την ψήσαν και την φάγανε κι εγω έφτασα έτσι να μεγαλώσω όπως με βλέπετε.
Την βραδιά εκείνη, του ερωτικού κόρτε με την κληρονόμο του σπιτιού, πρέπει να έφτανα τα 2μιση μέτρα, το φύλλωμα μου ήταν πυκνό και νεανικό. Καλή σκιά την μέρα και καλή κρυψώνα τα βράδια. Η κοπέλα ακούμπησε στον κορμό μου. Έγειρε και το κεφάλι της με άγγιξε. Τότε είδα σαν εικόνα τις σκέψεις της. Δεν ήξερα οτι γίνεται, δεν θα με είχαν ακουμπήσει έτσι μέχρι τότε. Είδα τι σκεφτόταν. Ο άντρας με το μουστάκι, της έπιασε το χέρι και είπε οτι μίλησε με τον πατέρα της. Ένα μήνα μετά έγινε ο γάμος. Μεγάλη γιορτή, μεγάλος γάμος, κι ας αγαπούσε άλλον, όπως το ήξερα μόνο εγώ κι αυτή.
Λίγο αργότερα κρεμάσανε μια κούνια για το παιδί, απο το κλαδί μου. Δεν υπάρχει αυτό το κλαδί πια αλλά το νιώθω σαν να είναι ακόμα εκεί. Περίεργο συναίσθημα.
Εκείνη την εποχή περίπου ανοίξανε και αυτόν τον μεγάλο δρόμο. Δεν ήταν τόσο πλατύς και ήταν σκέτο χώμα και κοτρώνες. Περνούσαν αραιά και που κάποιες άμαξες, μερικά ποδήλατα και μια στο τόσο τα πρώτα αυτοκίνητα. Αυτοί οι διάολοι ήταν όλο θόρυβο και χαλάγανε συνέχεια. Κανείς δεν περίμενε να πιάσει αυτό το μηχάνημα και όλοι παραπονιόντουσαν οτι τους τρομάζουν τα άλογα. Σήμερα όλοι θα τρόμαζαν αν έβλεπαν άλογο. Αστείο πλάσμα ο άνθρωπος. Παρακολουθώ τις ζωές σας και ακόμα δεν έχω καταλάβει.
Πιο πολύ απο όλα δεν καταλαβαίνω τους σκοτωμούς. Ίσως να είναι η φύση μου τέτοια που δεν με βοηθάει να καταλάβω. Βλέπεις τα δέντρα δεν μπορούν να πολεμήσουν το ένα το άλλο. Ίσως αν γινόταν αυτό, τότε να σας καταλάβαινα. Το πόλεμο τον κατάλαβα πρώτη φορά σαν μια κραυγή.
Η μεγάλη κόρη του ιδιοκτήτη ήταν πια η κυρία του σπιτιού. Ο πατέρας της είχε γίνει λίπασμα - πλούσιο λίπασμα - στο οικογενειακό νεκροταφείο πίσω απο το σπίτι. Τα δέντρα απο εκεί πίσω απλώσανε τις ρίζες τους και δυνάμωσαν απο τους πλούσιους χυμούς που μοίραζε στο χώμα ο ιδιοκτήτης της γης. Αυτό όμως, ο θάνατος, είναι η τραγική ειρωνεία της ζωής των ανθρώπων... σας μιλούσα για εκείνη την κραυγή. Ακούστηκε απο το σπίτι. Ο μοναχογιός τους ήταν αξιωματικός του στρατού. Σκοτώθηκε. Το νέο ήρθε απο πολύ μακριά. Η κραυγή ήρθε απο το σπίτι. Ήταν η μάνα του. Ο γιός ήταν το αγόρι που έκανε κούνια στο κλαδί μου. Έπειτα απο αυτό, ξαφνικά το κλαδί εκείνο άρχισε να μαραζώνει και να σκληραίνει. Μούδιασε και δεν το ένιωθα. Έτσι ήρθε μια μέρα που ο άνεμος και το ίδιο του το βάρος το έριξαν κάτω. Ακόμα το νιώθω εκεί στη θέση του. Περίεργο.
Λίγο μετά το θάνατο του γιου, τα χαμόσπιτα τριγύρω έγιναν περισσότερα. Ήρθαν άνθρωποι ταλαιπωρημένοι κι έκοψαν κι άλλα δέντρα. Έφτιαξαν καλύβες με αυτά. Τα παιδιά τους ξυπόλυτα έτρεχαν στους δρόμους. Έφταναν μέχρι εδώ που περνάει αυτό το τρόλεϊ και σταματούσαν στη μάντρα. Μερικά ανέβαιναν πάνω και κοιτούσαν προς τα εδώ. Τώρα το δάσος είχε αποκοπεί απο τα άλλα δάση και το λέγανε κτήμα. Μάλιστα έφτιαξαν και είσοδο για να μπαίνεις. Μια μεγάλη σιδερένια καγκελόπορτα, μαυρη και βαριά. Στην αρχή η καγκελόπορτα είχε ένα άνθρωπο που στεκόταν δίπλα της και την άνοιγε. Υστερα χάθηκε κι αυτος και έμεινε μισάνοιχτη για να μην χρειάζεται να την ανοιγοκλείνουν. Το σπίτι άρχισε να μαραζώνει, σαν το κλαδί μου κι αυτό. Αντίθετα με το σπίτι, η ζωή και η κίνηση έξω στους δρόμους γινόταν όλο και πιο έντονη. Ξηλώθηκαν και τα χαμόσπιτα και άρχισαν να χτίζουν μεγαλύτερα σπίτια απο πέτρα. Μερικά μάλιστα ήταν μεγαλύτερα απο τα άλλα και μοιάζανε σαν μικρογραφίες του μεγάλου σπιτιού.
Τότε είδα για πρώτη φορά το τραμ. Μεγάλο θηρίο φασαριόζικο. Ο κόσμος κρεμόταν σαν τα σταφύλια πάνω του. Ο δρόμος ακόμα χωμάτινος. Σήκωνε ντουμάνι σκόνη το τραμ.
Η κυρία είχε γεράσει. Καθόταν με τις ώρες στο κιόσκι. Εκεί που είναι τώρα αυτοί οι κάδοι των σκουπιδιών. Το βράδυ ερχόταν μια υπηρέτρια και την παρακαλούσε να μπει μέσα στο σπίτι για να μην κρυώσει. Ο άντρας της είχε πεθάνει χρόνια τώρα και το σπίτι ήταν γι’ αυτήν άδειο. Ίσως να είχε πεθάνει κι αυτός που αγαπούσε, είχαν περάσει χρόνια, δεν μπορώ να υπολογίσω. Για μας τα δέντρα τα δικά σας χρόνια μετράνε αλλιώς.
Στο σπίτι είχε μείνει αυτή, δυο υπηρέτριες και ένας γέρος επιστάτης με τους δύο γιούς του. Ο ένας γιός έφυγε να σπουδάσει στο εξωτερικό – με λεφτά που του έδωσε η κυρία – και το άλλον τον πρόλαβε ο πόλεμος. Γύρισε όμως πίσω ζωντανός. Λίγο αργότερα πέρασαν την καγκελόπορτα οι γερμανοί και έκαναν επίταξη του σπιτιού. Η κυρία με τον επιστάτη και τον γιό του μετακόμισαν στο σπίτι του επιστάτη. Αυτό έστεκε εκεί που είναι σήμερα εκείνα τα δυο κουβούκλια με τα καλώδια. Οι δύο υπηρέτριες έφυγαν για να βρουν την τύχη τους αλλού.
Λίγο πριν φύγουνε οι γερμανοί, πέθανε η κυρία. Την θάψανε στο μικρό νεκροταφείο που είχαν τότε εκεί πίσω.
Το σπίτι το κληρονόμησαν οι δυο γιοι του επιστάτη. Αυτός που είχε μείνει εδώ, μετά τον πόλεμο θέλησε να το πουλήσει. Ο άλλος γιός όμως αρνήθηκε. Μάλωσαν και δεν ξαναμίλησαν ποτέ. Επιστάτης και γιός εγκατέλειψαν το κτήμα και το σπίτι άρχισε να καταρρέει. Τριγύρω άρχισαν να χτίζονται οι πρώτες πολυκατοικίες. Ανοίξανε κι άλλοι δρόμοι, πιο καλοστρωμένοι, για πρώτη φορά είδα να απλώνουνε τσιμέντο. Εδώ σε αυτον το δρόμο. Η ζωή έξω απο το κτήμα άνθιζε, σε χρώμα γκρι. Όλο και περισσότερα αμάξια, τρόλεϊ και λεωφορεία. Μυρμήγκιασε ο τόπος απο κόσμο. Τα μικρά πέτρινα σπίτια εξαφανίστηκαν και χρόνο με το χρόνο υψώθηκαν διώροφα, τριώροφα και όλο και ψηλότερες πολυκατοικίες. Συγγνώμη όμως, ξέχασα να σας πω για τότε που μου μίλησε εκείνος ο φοίνικας.
Ήταν λίγο μετά που φύγανε οι γερμανοί. Η χαρά των ανθρώπων ήταν μεγάλη αλλά κράτησε για λίγο. Έφυγε ο εχθρός κι οι άνθρωποι είδανε τον εχθρό ο ένας στον άλλον και αρχίσανε να πολεμάνε μεταξύ τους. Μια ομάδα ανθρώπων είχε ταμπουρωθεί μες στο σπίτι. Κάποιοι άλλοι έστησαν ένα πυροβόλο απέναντι - εκεί που είναι σήμερα το περίπτερο - και άρχισαν να γαζώνουν την μάντρα και το σπίτι. Η μάντρα ήταν εδώ μπροστά μου, που είναι τώρα το πεζοδρόμιο. Οι σφαίρες έσχιζαν σαν σπίθες το σκοτάδι. Μια σφαίρα καρφώθηκε στον κορμό μου. Την έχω ακόμα, την κρατάω. Είναι εδώ, σε αυτό το σημείο που μοιάζει με ρόζος. Την κρατάω σφιχτά. Ήταν πιο χαμηλά, μα ψήλωσα κι εγώ, πήρε ύψος και η πληγή. Ο φοίνικας εκείνο το βράδυ, όταν ησυχάσανε οι άνθρωποι, θρόισε και με ρώτησε «Πονάς;».
Δεν είναι πια εδω αυτός ο φοίνικας. Τον πήρανε, τον έβγαλαν ολόκληρο. Δεν ξέρω που είναι. Τώρα το λένε πάρκο εδώ. Έχουν βάλει και δυο παγκάκια εκεί. Φύτεψαν και γκαζόν.
Αστείο πλάσμα ο άνθρωπος. Φυτεύει και ποτίζει το χορτάρι ενώ έχει ξεριζώσει ολόκληρο δάσος.
Έρχονται και κάθονται οι γέροι, όλο και πιο αραιά κι αυτοί. Παλιά έφερναν οι άνθρωποι τα παιδιά τους εδώ, τώρα βγάζουν βόλτα μόνο τα σκυλιά. Περνάει ο κόσμος βιαστικά απο μπροστά μου σκυφτός στο πεζοδρόμιο. Τρέχει σαν να μην θέλει το εδώ, τρέχει σαν να θέλει συνέχεια να είναι κάπου αλλού.
Μονάχα μια κοπέλα έρχεται και σταματάει εδώ κοντά μου. Που και που στηρίζεται στον κορμό μου και εγώ βλέπω τις σκέψεις της. Βλέπω τον πατέρα της να την σηκώνει ψηλά, να χαμογελάει και τα δόντια του να φωτίζουν το μαύρο του πρόσωπο. Ύστερα νιώθω τον τρόμο της όταν έρχονται κάποιοι ρακένδυτοι στρατιώτες και τον σέρνουν μακριά της. Βλέπω ένα ταξίδι μέσα σε ένα σιδερένιο μπουντρούμι που πλέει στη θάλασσα. Πως βρέθηκε εδώ αυτό το κορίτσι και ακουμπάει στον κορμό μου; Στο μυαλό της γυρνάει συνέχεια ένας λυπημένος σκοπός. Έρχεται κάθε βράδυ. Μερικά αμάξια κοντοστέκονται, πότε-πότε σταματάνε. Καμία φορά φεύγει μαζί τους, μα πάντα, πάντα γυρνάει σε μένα και γέρνει πάνω μου.
Οι άλλοι, όλοι οι άλλοι, τρέχουν κι ούτε που κοιτάνε, ούτε που βλέπουν, μονάχα μαζεύονται στα παλτά τους και κάτι ψελλίζουν.
‘Κοίτα υγρασία που βγάζουν δυο-τρία δέντρα’.

Αστείο πλάσμα ο άνθρωπος
…δεν σας καταλαβαίνω...

7 σχόλια:

alepouda είπε...

Την ιστορία αυτή την έγραψα χθες το βράδυ. Η ιδέα ξετυλίχθηκε χθες καθώς περνούσα απο το πάρκο και είδα μια μαύρη κοπέλα να ακουμπάει σε ένα δέντρο.

Όλα τα υπόλοιπα μπορείτε να πείτε οτι είναι μυθοπλασία.

Σήμερα πέρασα και εβγαλα μια φωτογραφία, μια λεπτομέρεια του σπιτιού, με το κινητό μου.

Leximaniac είπε...

Η ιστορία αυτή μου θύμισε κάτι που είχα γράψει παλιότερα. Δες: http://leximaniac.blogspot.com/2008/03/blog-post.html

Περιττό να πω ότι η ιστορία είναι υπέροχη. Μέσα σε τόσες λίγες αράδες μας έκανες να αισθανθούμε τόσα πράγματα... Να 'σαι καλά μικρή εξωγήινη!

alepouda είπε...

Το διήγημα είναι αφιερωμένο στους Ιρανους πρόσφυγες που ειναι σε απεργία πείνας στα Προπύλαια καθώς και σε κάθε πρόσφυγα

alepouda είπε...

ααα...
πολύ ωραίο Leximaniac
δεν ηξερα οτι γράφεις

:))

eryx-t είπε...

Υπέροχο το διήγημά σου. Πάρα πολύ καλό, μπράβο!
Ωραία γραφή και κρατάς τις ισορροπίες σου πολύ καλά.

Εμένα, όταν σκέφτομαι αυτή την κλίμακα ων αλλαγών στον κόσμο γύρω μας, με πιάνει απόγνωση. Ο τρόπος που "παρατηρείς" με τα μάτια του δέντρου όμως είναι πολύ γλυκά αποστασιοποιημένος. Και πάλι εύγε!

Coco είπε...

μαύρα δεντράκια..

φωτό και γραφή ονειρικά

Αγησίας είπε...

Υπέροχο διήγημα! Νάσαι καλά.