Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Μην κλαις. Εντάξει?

Από μικρή μου άρεσε να παρατηρώ τους ανθρώπους, ίσως γιατί απο τότε προσπαθούσα να τους καταλάβω. Πίστευα πως αν καταλάβαινα τους άλλους θα μάθαινα περισσότερα και για μένα. Έτσι ενα μεγαλο μέρος της ζωής μου το πέρασα σαν παρατηρητής. Φυσικά αυτό δεν απέδωσε ιδιαίτερα γιατί μεγαλώνοντας ανακάλυψα το αυτονόητο, οτι μαθαίνεις τον εαυτό σου μέσα απο τις εμπειρίες που βιωνεις. Όσο πιο ζόρικες οι εμπειρίες, τόσο πιο πολλά μαθαίνεις για σένα.
Το Σάββατο που πέρασε έγινα πάλι παρατηρητής αλλα αυτή η φορά ήταν ένα μεγάλο μάθημα για μένα.
Βρισκόμουν στην Καπνικαρέα και πριν προλάβω καλά-καλά να καθίσω, δυο κοπέλες γύρω στα δεκάξι κάθισαν δίπλα μου στη γωνία του πεζουλιού. Η μια έκλαιγε. Την είδα με την άκρη του ματιού μου, αλλα κυρίως την άκουγα. Ενστικτωδώς το πρώτο που σκέφτηκα ήταν να την ρωτήσω τι έπαθε, δεν το έκανα όμως. Δεν θέλησα να ρωτήσω φοβούμενη οτι η απρόσκλητη επέμβαση μου θα την έκανε να νιώσει χειρότερα. Εξάλλου είχε και μια φίλη μαζί, σκέφτηκα καθησυχάζοντας την συνείδηση μου.

Η φίλη της κάτι μουρμούρισε και πήγε στο ζαχαροπλαστείο. Φαντάστηκα οτι θα ζητήσει χαρτομάντιλα ή κατι τέτοιο. Αντίθετα βγήκε κρατώντας μια γρανίτα φράουλα και της την πρόσφερε. Μάταια όμως γιατί η αλλη δεν ήθελε την γρανίτα και συνέχισε να κλαίει γοερά. Λιγα δευτερόλεπτα αργότερα πέρασε μπροστά μας ένα μικρό κοριτσάκι, γυρω στα 9, που κράταγε ένα ακορντεόν. Χωρίς να διστάσει στιγμή γύρισε και με σπασμένη προφορά ρώτησε:
-Γιατί κλαις?
 Η κοπέλα δεν απάντησε
-Γιατί κλαίει, ρώτησε απευθυνόμενη στην φίλη της κλαίουσας αλλα πάλι δεν πήρε απάντηση.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό της μικρής και πήγε παραπέρα να μιλήσει σε μια ακατανόητη για μένα γλώσσα. Τα παιδιά ειναι αυθόρμητα, σκέφτηκα, ειδικά όλα όσα γυρνάνε στους δρόμους είναι συχνά αυτό που θα λέγαμε (εμεις οι άνθρωποι με όλα τα πρέπει μας, εμεις οι καθως πρέπει) αδιάκριτα. Όταν τελείωσε το τηλεφώνημα το κοριτσάκι γύρισε πάλι σε μας και με εναν τόνο που έδειχνε πραγματικό ενδιαφέρον την ξαναρώτησε:
-Γιατί κλαις?
-Γιατί τσακώθηκε, απάντησε η φίλη που κατάλαβε οτι δεν θα γλίτωναν εύκολα απο την περιέργεια της.
-Ξύλο? ρωτησε η μικρή
Σαστίσαμε και οι τρεις
-Οχι, οχι ξυλο, μονο τσακώθηκε
-Μην κλαις. Ενταξει? Μην κλαις, ειπε η μικρή και ακούμπησε απαλά το κεφάλι της κοπέλας.
-Δεν μπορώ να μην κλαίω...
-Αυτό δεν το πίνεις? ειπε η μικρή και έδειξε την γρανίτα
-Όχι δεν μπορώ, πονάει ο λαιμός μου...
Το κοριτσάκι ξαφνικά έκανε αναστροφή και έφυγε. Πίστεψα οτι αποφάσισε να φύγει αφου ειδε οτι δεν μπορεί να κάνει κάτι. Ετσι όπως ξαφνικά εμφανίζονται αυτά τα παιδιά, ετσι ξαφνικά εξαφανίζονται. Η μικρή μπήκε στο ζαχαροπλαστείο. Φαντάστηκα οτι μπήκε για να παίξει ακορντεόν, να ζητήσει λεφτά. Αντίθετα  είδα να ζητάει χαρτοπετσέτες και να επιστρέφει. Στάθηκε σιωπηλή μπροστά στην κοπέλα που έκλαιγε και άπλωσε το χέρι με τις χαρτοπετσέτες. Σαν να κράτησε λιγο παραπάνω αυτή η στιγμή. Παρατήρησα τα μακριά καστανόξανθα της μαλλιά της μικρής, την τσαντούλα, το μικρό της ακορντεόν, και τις σαγιονάρες με τα κατάμαυρα δάχτυλα απο όλα τα χιλιόμετρα που είχε κάνει στους δρόμους. Η κοπέλα που έκλαιγε σάστισε, την κοίταζε στα μάτια και ξαφνικά άρχισε τους λυγμους πολύ πιο δυνατα απο ο,τι πριν.
-Μην κλαις, μην κλαις, ειπε το κοριτσάκι σαν να ειχε κάνει κάτι κακό.
-Οχι δεν... δεν... ειναι που... ειναι που συγκινήθηκα, ειπε μέσα στα αναφιλητά της η αλλη και πήρε τα χαρτομάντηλα.
-Εντάξει? μην κλαις... ειπε το κοριτσάκι και η φωνή της ακούστηκε να σπάει.
Η κοπέλα έδωσε τα μισά χαρτομάντιλα πίσω στο κοριτσάκι και αυτό σκούπισε τα δικά του δάκρυα. Εγω προσπάθησα να συγκρατήσω τα δικά μου.
-Μην κλαις, Εντάξει? της ξαναειπε η μικρή κλαίγοντας και αυτή
Τότε η κοπέλα απλωσε τα χέρια της στο μικρό κορίτσι και πέσανε η μια στην αγκαλιά της άλλης. Γυρισα απο την αλλη και σκουπισα με το χέρι τα μάτια μου. Βρε τί ειναι αυτό που πάθαμε στα καλά καθούμενα σκέφτηκα.

Υστερα η φίλη της κοπέλας ρώτησε την μικρή:
-Πας σχολείο? σκοπεύοντας ίσως να την ρωτήσει τί τάξη πάει και όλες αυτές τις ανέμπνευστες ερωτήσεις που κάνουμε στα μικρά παιδιά
-Όχι...
-Δεν πας σχολείο? μονολόγησε έκπληκτη η άλλη, Και τί κάνεις? συνέχισε
-Δουλεύω, ειπε η μικρή με φυσικότητα και έγνεψε με το κεφάλι της προς το μικρό ακορντεόν που κράταγε.
Για λίγα δευτερόλεπτα δεν μίλησε κανείς. Το κοριτσάκι γύρισε και με κοίταξε στα μάτια. Δεν έχω ιδέα τί έκφραση είχα πάρει. Η ώρα είχε περάσει και φάνηκε πως έπρεπε να φύγει. Ακούμπησε απαλά το χέρι της στο κεφάλι της κοπέλας και της ξαναείπε:
-Μην κλαις. Εντάξει?
-Ναι, απάντησε σιγανά η κοπέλα.
Το κοριτσάκι μας χαιρέτησε με ένα νεύμα του κεφαλιού και έφυγε.

Πράγματι όπως ξαφνικά εμφανίζονται αυτά τα παιδιά, έτσι ξαφνικά εξαφανίζονται
Μείναμε αμίλητες και οι τρεις για ώρα.

5 σχόλια:

alepouda είπε...

Αργότερα πέτυχα το κοριτσάκι στο Μοναστηράκι. Ρώτησα το όνομα της και απο πού είναι. Ειναι απο τη Ρουμανία και την λένε Μιρέλα. Ενα όνομα που της ταιριάζει πολύ γιατί όπως έμαθα ψάχνοντας στο ίντερνετ, Μιρέλα σημαίνει αξιοθαυμαστη

Me:Moir είπε...

Τελικά, είμαστε τόσο απορροφημένοι από τον μικρόκοσμό μας και τα προβλήματά του, που πολλές φορές χρειάζεται το μεγαλείο μιας μικρής Μιρέλας για να μας συνεφέρει. Ευχαριστώ που μοιράστηκες την ιστορία της.

Ανώνυμος είπε...

Δεν ξέρω αν έμαθες ή όχι πράγματα για τον εαυτό σου ως παρατηρητής. Ένα είναι σίγουρο ότι μοιράζεις πλούτο, εικόνες, σε μας που δεν παρατηρούμε πια και περπατάμε με κλειστά τα μάτια.

Ευχαριστώ για το κείμενο.

Ελένη Νικ. Παπαγεωργίου είπε...

πολύ όμορφο κείμενο alepouda! Ξέρεις, επειδή μ` αρέσει κι εμένα να παρατηρώ πολύ τους ανθρώπους έχω διαπιστώσει πως μπορεί από εκεί που δεν το περιμένεις, από ανθρώπους που τους έχεις κατηγοριοποιήσει "κάπως" να σου κάνουν την έκπληξη και να τρίβεις τα μάτια σου...

nounou είπε...

τι ωραια που γραφεις.. σωσανε και τα σουπερ ζωακια στο νικελοντεον μια αλεπουδιτσα ενω διαβαζα το κειμενο σου, και συγκινηθηκα διπλά.